υλοζωικός

υλοζωικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλοζωισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υλοζωία. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Περ. Γρηγοριάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υλοζωικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην υλοζωία (βλ. λ.): Υλοζωική διδασκαλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”